- ουροπυγιακός
- -ή, -ο [ουροπύγιο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουροπύγιο2. φρ. «ουροπυγιακός αδένας»ζωολ. ο δίλοβος δερμικός αδένας τών πτηνών που εκκρίνει μια λιπαρή ουσία με την οποία τα πουλιά αλείφουν τα φτερά τους για να τα αδιαβροχοποιήσουν.
Dictionary of Greek. 2013.